- ξανανθίζω
- ανθίζω πάλι, βγάζω πάλι άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθηλώ — ἀναθηλῶ ( έω) (Α) ξανανθίζω, ξαναβλασταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θηλῶ, ποιητ. τ. τοὐ θάλλω] … Dictionary of Greek
ανανθώ — ( έω) (Α ἀνανθῶ) (για φυτά) ξανανθίζω, συνεχίζω να ανθίζω αρχ. ανακτώ σφρίγος, ανανεώνομαι, ξαναδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀνθῶ] … Dictionary of Greek
ανθίζω — (AM ἀνθίζω) νεοελλ. 1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια 2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω 3. ανθίζουμαι μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω αρχ. 1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη 2. καλλωπίζω διακοσμώ 3.… … Dictionary of Greek
αναθάλλω — ανάθαλα, ξανανθίζω, αναζωογονούμαι: Οι Έλληνες, ύστερα από πολλά χρόνια σκλαβιάς, είδαν την πατρίδα τους να αναθάλλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)